ρινότμητος

ρινότμητος
-η, -ο / ῥινότμητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει υποστεί ρινοτομία, που τού έχουν κόψει τη μύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + -τμητος (< τμητός < τέμνω), πρβλ. λαιμό-τμητος, χειρότμητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”